στραγγαλισμός

στραγγαλισμός
ο, ΝΜΑ [στραγγαλίζω]
η θανάτωση με περίσφιγξη τού λαιμού τού θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ιατρ. περίσφιγξη τού περιεχομένου ανατομικού πόρου
2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη
3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα
4. διαστρέβλωση, παραποίηση («στραγγαλισμός τής αλήθειας»)
5. καταπάτηση, παραβίαση («στραγγαλισμός τών δικαιωμάτων»)
6. φρ. «εμβέλεια στραγγαλισμού»
φυσ. η ελαφρά διακύμανση που παρατηρείται συχνά στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων τής ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο μέσον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραγγαλισμός — στραγγαλισμός, ο και στραγγάλισμα, το 1. θανάτωση με περίσφιξη του λαιμού: Στην Ισπανία οι θανατικές εκτελέσεις γίνονταν με στραγγαλισμό. 2. παραποίηση και διαστροφή της αλήθειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροψία — Διαγνωστική έρευνα που γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε νεκρό σώμα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου, είτε για καθαρώς διαγνωστικούς σκοπούς είτε για ιατροδικαστικούς, όταν υπάρχει υπόνοια ότι ο θάνατος του ατόμου οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • στραγγάλισμα — το, Ν [στραγγαλίζω] στραγγαλισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”